- στεφανηφόρος
- ος , ον 1. венценосный;2. (ο ) венценосец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεφανηφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανήφορος — wearing a crown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφόρος — α, ο / στεφανηφόρος, ον, ΝΜΑ, και στεφανοφόρος, ον, Α αυτός που φορεί στέφανο ή στέμμα, στεφανωμένος μσν. μτφ. αυτός που έλαβε τον στέφανο τού μαρτυρίου («τῇ καρτερίᾳ σου ἀθλήσει καὶ παρρησίᾳ στεφανηφόρε», Μηναί.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
στεφανηφόρος — α, ο αυτός που έχει στεφάνι στο κεφάλι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεφανηφόροις — στεφανήφορος wearing a crown masc/fem/neut dat pl στεφανηφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφόροισι — στεφανήφορος wearing a crown masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) στεφανηφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφόρον — στεφανηφόρος masc/fem acc sg στεφανηφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφόρου — στεφανήφορος wearing a crown masc/fem/neut gen sg στεφανηφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφόρους — στεφανήφορος wearing a crown masc/fem acc pl στεφανηφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφόρων — στεφανήφορος wearing a crown masc/fem/neut gen pl στεφανηφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανηφόρῳ — στεφανήφορος wearing a crown masc/fem/neut dat sg στεφανηφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)